- βολοκόπος
- ο1. εργάτης που σπάζει τους βόλους χωραφιού.2. σβάρνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βολοκόπος — Γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται μετά το όργωμα, για να θρυμματιστούν οι βόλοι, να ισοπεδωθεί το έδαφος και να ξεριζωθούν τα ζιζάνια, σε βάθος 7 μέχρι 10 εκ. Ύστερα από πολυήμερες βροχές, χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό του σκληρού… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… … Dictionary of Greek